- δασύνομαι
- δασύνομαι βλ. πίν. 49
(κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δασύνω — (AM δασύνω) [δασύς] προφέρω ή γράφω με δασύ πνεύμα (« Αττικοὶ δασύνουσι», «δασυνόμεναι λέξεις») αρχ. Ι. (για τον ουρανό) γεμίζω σύννεφα, καθιστώ σκοτεινό («ὁ Αργέστης ταχὺ δασύνει τὸν οὐρανόν») II. δασύνομαι 1. βγάζω μαλλιά («φαλακροὶ… … Dictionary of Greek
καταδασύνομαι — (Α) γίνομαι πολύ φουντωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δασύνομαι «βγάζω μαλλιά»] … Dictionary of Greek
συνδασύνω — Α [δασύνω] (κυρίως το παθ.) συνδασύνομαι παίρνω δασεία, δασύνομαι και εγώ επίσης … Dictionary of Greek